- λατυπικός
- λᾱτῠπ-ικός, ή, όν,A of or for hewing,
σμίλη Hsch.
s.v. εὐσμίλωτα (-ήλ- cod.);ἡ λ. τέχνη Porph.Hist.Phil.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμίλη Hsch.
s.v. εὐσμίλωτα (-ήλ- cod.);ἡ λ. τέχνη Porph.Hist.Phil.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λατυπικός — λατυπικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λατύπη («λατυπική τέχνη», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατύπη ή λατύπος] … Dictionary of Greek
λατυπικῆς — λατυπικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατυπικῇ — λατυπικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατυπικῆι — λατυπικῇ , λατυπικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)